Προσφιλές
μου ταίρι, δίχως να στο πω,
το καταλαβαίνεις ότι σ' αγαπώ.
Κι αν με σε κακιώνω στη κακή μου ώρα
κι αρχινά μουρμούρα και κακογλωσσιά,
μου αρέσει να 'χω και ολίγη μπόρα,
μου αρέσει λίγη φουσκοθαλασσιά.
Δίχως πείσμ' αγάπη, δίχως λίγη πίκρα,
δεν αξίζει διόλου και δεν έχει γλύκα.
Βάστα μου, γυναίκα, μούτρα σοβαρά
και κλωστή σου κόβω, κάκια σου κρατώ,
επειδή νομίζω πως καμμιά φορά
κι η πολλή μπουνάτσα φέρνει εμετό.
Προσφιλές μου ταίρι, δίχως να στο πω,
το καταλαβαίνεις ότι σ' αγαπώ.
Σ' αγαπώ με γέλια, μα και θυμωμένη
κι αν ποτέ γυρίζω να ιδώ καμμιά,
πάντα όμως κτήμα ιδικό σου μένει
η καρδιά μου όλη και ...η ασχημιά.
το καταλαβαίνεις ότι σ' αγαπώ.
Κι αν με σε κακιώνω στη κακή μου ώρα
κι αρχινά μουρμούρα και κακογλωσσιά,
μου αρέσει να 'χω και ολίγη μπόρα,
μου αρέσει λίγη φουσκοθαλασσιά.
Δίχως πείσμ' αγάπη, δίχως λίγη πίκρα,
δεν αξίζει διόλου και δεν έχει γλύκα.
Βάστα μου, γυναίκα, μούτρα σοβαρά
και κλωστή σου κόβω, κάκια σου κρατώ,
επειδή νομίζω πως καμμιά φορά
κι η πολλή μπουνάτσα φέρνει εμετό.
Προσφιλές μου ταίρι, δίχως να στο πω,
το καταλαβαίνεις ότι σ' αγαπώ.
Σ' αγαπώ με γέλια, μα και θυμωμένη
κι αν ποτέ γυρίζω να ιδώ καμμιά,
πάντα όμως κτήμα ιδικό σου μένει
η καρδιά μου όλη και ...η ασχημιά.
* Αξίζει ν' αναφερθεί εδώ το πως γνωρίστηκαν. Η Μαρία με τη μητέρα
της έφτασαν απ' τη Πόλη για να τελειώσει τις εγκύκλιες σπουδές της στην Αθήνα
κι έπειτα, -προσυμφωνημένο με τη μητέρα και τον προστάτη τους Εμμανουήλ
Ροδοκανάκη-, να μεταβούνe στο Μάντσεστερ της Αγγλίας για περαιτέρω σπουδές.
Στην Αθήνα μένανε σε κάποιο σπίτι που είχε μια κάμαρη κι ο νεαρός 20άχρονος
φοιτητής τότε, Σουρής. Εκείνος ανέλαβε να προγυμνάσει στα μαθήματα, τη μικρή
14χρόνη Μαρία. Γρήγορα μεταξύ τους αναπτύχθηκεν αίσθημα και μια μέρα ο Σουρής
έγραψε πάνω σε τετράδιό της: "Σ' αγαπώ", έλαβε από κάτω την απάντησή
της: "Κι εγώ"! Ευτυχώς το αίσθημα έχαιρε της εγκρίσεως της μητρός της
που συμπαθούσε τον νεαρό. Όταν όμως τέλειωσεν η μικρή το γυμνάσιο κι έπρεπε να
γίνουνε τα προσυμφωνημένα, τα πράματα είχαν αλλάξει κι όταν πληροφορήσανε τον
Ευεργέτη, εκείνος θύμωσε κι απέσυρε την αρωγή του.
Η μικρή δεν αποκαρδιώθηκε. Παραδίδει μαθήματα γαλλικής κι ελληνικής
στα κορίτσια φιλικών σπιτιών, ενώ η μητέρα της διορίζεται προϊσταμένη στο
τμήμα πωλήσεων των Απόρων Γυναικών. Ο δειλός Σουρής παρηγορεί την
αγαπημένη του λέγοντας: "Μη μου στεναχωριέσαι Μαρί μου" -έτσι την
έλεγε πάντα-, "έχε μου εμπιστοσύνη και κάτι θα γίνω κι εγώ μια μέρα".
Τελικά παντρευτήκανε μετά λίγα έτη -στις 30 Γενάρη 1881- και μια διαρκής
τρυφερότητα, μια βαθύτατη εκτίμηση κι αγάπη, τους συνέδεσε. Εκείνη του στάθηκε
πρότυπο αφοσιωμένης συζύγου-συντρόφου, προστάτις και μούσα του.
Είχε μεγάλου βαθμού ανεπτυγμένο αίσθημα κοινωνικής και ψυχικής
αξιοπρέπειας. Ήταν μητέρα αυστηρή και μαζί στοργική, οικοδέσποινα εκλεκτή
προσιτή και συγκαταβατική. Αγαπούσε τον άντρα της σα μεγάλο παιδί -ο Στρατήγης
έγραψε κάποτε πως η Μαρί μεγάλωσεν 6 παιδιά- κι ο θάνατός του υπήρξε το
μεγαλύτερο πλήγμα της ζωής της. Έζησεν έκτοτε σε μιαν αξιοπρεπή μόνωση.
Λιγοστοί άνθρωποι της τέχνης, απο κείνους που άλλοτε φαίδρυναν το φιλολογικό
τους σαλόνι, περνούσαν κάποτε να τη δούνε. Η ίδια δε, ζούσε με τις αναμνήσεις
της εποχής της, ώσπου πέθανε στις 23 Απρίλη 1934. Ο Παύλος Νιρβάνας έγραψε την
επομένη του θανάτου της:
"Ο Σουρής, θα ήτο ως χθες εις τον παράδεισον των ποιητών, ως ένα χαμένο αποπλανημένο παιδί... θα τη ζητούσε διαρκώς 'που είσαι Μαρί, Μαρί μου που είσαι;' όπως κι εις την ζωήν του. Τώρα δεν ξέρει κανείς αν πρέπει να πενθήση δια τον θάνατόν της ή να χαρή δια την ευτυχίαν του ποιητού. Η δια την ευτυχίαν του ποιητού. Η Μαρί του είναι πάλι κοντά του"!
"Ο Σουρής, θα ήτο ως χθες εις τον παράδεισον των ποιητών, ως ένα χαμένο αποπλανημένο παιδί... θα τη ζητούσε διαρκώς 'που είσαι Μαρί, Μαρί μου που είσαι;' όπως κι εις την ζωήν του. Τώρα δεν ξέρει κανείς αν πρέπει να πενθήση δια τον θάνατόν της ή να χαρή δια την ευτυχίαν του ποιητού. Η δια την ευτυχίαν του ποιητού. Η Μαρί του είναι πάλι κοντά του"!
Πηγή: http://www.peri-grafis.com/ergo.php?id=545
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου