Πλέον διαβιούμε έναν συνδυασμό εργασιακού μεσαίωνα και εργατικής
βαρβαρότητας, του οποίου ηθικός αυτουργός είναι η νομοθεσία της ευελιξίας της
κατάργησης των συλλογικών συμβάσεων εργασίας και η πλήρης παρανομία. Πλέον,
τόσο η ίδια η νομοθεσία, όσο και οι έλεγχοι που θα έπρεπε να πραγματοποιούνται,
είτε και τα όργανα άσκησης αυτών, όπως το
Σ.ΕΠ.Ε (Σώμα Επιθεώρησης εργασίας) έχουν ανύπαρκτη ως και επιφανειακή
θεσμοθετική παρέμβαση και κανονισμούς. Η άποψη που κάποτε ίσχυε και
συμμερίζονταν όλοι, ότι δηλαδή όταν απορυθμίζουμε την εργασία και αναπτύσσουμε
ευέλικτες μορφές απασχόλησης και κατά συνέπεια χαλαρώνουμε τις εργασιακές
σχέσεις, η δαπάνη για την εργασία μειώνεται και άρα ο εργοδότης δεν χρειάζονταν
να καταφύγει σε παρανομίες, έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί.
Αντιθέτως, στις μέρες μας,
παρότι έχει μειωθεί η δαπάνη για εργασία, οι εργοδότες πάρα ταύτα καταφεύγουν
σωρηδόν στην παρανομία. Επομένως, φαίνεται να προβάλει ξεκάθαρα ως μονόδρομος,
η λύση του ότι πρέπει να επανέλθουμε σε μία ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων και των ελέγχων.
Με τον όρο ρύθμιση, δεν εννοούμε παρά την επαναφορά στο προσκήνιο των
"συλλογικών συμβάσεων" και την διασφάλιση αυτών, καθότι δύναται αυτές να συμφωνούνται εγγράφως μεταξύ των
συνδικαλιστικών οργανώσεων εργαζομένων και εργοδοτών και να καθορίζουν τους όρους εργασίας.
Δυστυχώς όμως, στις μέρες μας πλέον, οι
επιχειρήσεις και ο εκάστοτε εργοδότης, οι οποίοι πρόκειται να προβούν σε
προσλήψεις προσεχώς, έχουν αφεθεί ανεξέλεγκτα να
σχηματίζουν/δημιουργούν/συστήνουν "ενώσεις προσώπων", που αποτελούνται
από "δικά τους πρόσωπα", πολλές φορές με ανόμοια επαγγελματικά
χαρακτηριστικά/προσόντα/αξίες (όπως π.χ έναν υδραυλικό, έναν ηλεκτρολόγο, έναν
γιατρό κτλ), και να υπογράφουν μία "επιχειρησιακή σύμβαση",
προκειμένου να συστήσουν, ένα πλήρως υποκινούμενο και ελεγχόμενο
"δήθεν" εκπροσωπούμενο νομίμως, αντιπροσωπευτικό αριθμό
εργαζομένων από το σύνολο του εργατικού/υπαλληλικού δυναμικού. Γιατί, όμως οι εργοδότες
προβαίνουν στην σύσταση τέτοιων ομάδων; Μα φυσικά, για την άσκηση ενός έμμεσου
εκβιασμού προς ένα χαμηλό ημερομίσθιο και εργατοώρες των υπαλλήλων τους. Η
υπογραφή μιας επιχειρησιακής σύμβασης, όπου και δεν διαχωρίζεται π.χ ο
υπάλληλος καθαριότητας και άρα υποχρεωτικής εκπαίδευσης, από έναν απόφοιτο
τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, διευκολύνει κατά πολύ στην συντήρηση του εργασιακού
κόστους προς τα κάτω. Διότι, έρχεται ο εργοδότης και λέει ουσιαστικά σε όσους
μελλοντικά σκοπεύει να προσλάβει, ότι ή υπογράφεις αυτή την επιχειρησιακή
σύμβαση, που ισχύει ή φεύγεις. Φροντίζουν, μάλιστα να ισχυροποιούν αυτή τους την κίνηση, μειώνοντας
έτσι τα περιθώρια αντίδρασης, με διάφορες λεπτομέρειες που συντελούν στην διάνθηση
του φαινομένου με έναν αέρα νομιμότητας, όπως για παράδειγμα είναι, να έχουν
υπογράψει περισσότεροι από τους μισούς εργαζόμενους την επιχειρησιακή σύμβαση,
ως δήθεν μέλη αυτής, και πλέον όλοι οι υπόλοιποι θέλοντας και μη, λόγω του ότι
η πλειοψηφία εκ των εργαζομένων την έχει αποδεχτεί να είναι αναγκασμένοι να την συμμερισθούν και
αυτοί.
Όμως, δεν μπορούμε να περιμένουμε από ανθρώπους υποαπασχολούμενους να παρέχουν
ποιότητα υπηρεσιών. Η ελληνική οικονομία θα κληθεί να το πληρώσει πολύ ακριβά,
αν συνεχιστεί αυτό το φαινόμενο με τους ίδιους ρυθμούς. Και αυτό δεν αποτελεί απλά
μια δυσοίωνη πρόβλεψη, αλλά μία ιστορική αλήθεια, καθώς όσες χώρες στο παρελθόν
ακολούθησαν αυτό το μοντέλο, δηλαδή αυτό της πλήρους απαξίωσης της εργασίας και
των εργασιακών σχέσεων, η εμπειρία έδειξε ότι τους στοίχισε στην ποιότητα της παρεχόμενης
εργασίας και στην παραγωγικότητα τους. Κάθε ασκούμενη, ορθή πολιτική για
την οικονομία μιας χώρας, οφείλει να την ενδιαφέρει η υγιής ανάπτυξη ακριβώς αυτού
του διπόλου. Δηλαδή, της ποιότητας και της παραγωγικότητας της εργασίας. Διότι,
μιλώντας για τα δεδομένα της χώρας μας, πως θα προκύψει η πολυπόθητη, εν
προκειμένω, έξοδος από την κρίση και πως θα επέλθει η πολλά υποσχόμενη,
ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων/υπηρεσιών στις διεθνείς αγορές, εάν
εξακολουθούν να στηρίζονται σε ένα τόσο σαθρό εργασιακό μοντέλο ανάπτυξης;
Το παρόν άρθρο αποτελεί αποτέλεσμα ενός έντονου προβληματισμού
που μου δημιουργήθηκε, κατόπιν μιας συνέντευξης που παρέθεσε σε ένα τηλεοπτικό
κανάλι στις 23/04/2013, ο καθηγητής μου από την σχολή και επιστημονικός
σύμβουλος της ΓΣΕΕ, κος Σάββας Ρομπόλης.
Κυριακή
Γεωρ. Κατσούλη,
Πολιτικός
Επιστήμων - Κοινωνιολόγος
MSc
Κοινωνικής Προστασίας και Κοινωνικής Συνοχής,
στη
"Μεθοδολογία και Εφαρμογές στην Κοινωνική Πολιτική»,
του
τμήματος Κοινωνικής Πολιτικής,
Πάντειου Πανεπιστημίου
Κοινωνικών&Πολιτικών Επιστημών Αθηνών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου